λεπτός

λεπτός
η , ό[ν]
1) тонкий, не толстый;

λεπτόν ΰφασμα — тонкая ткань;

λεπτός λαιμός — тонкая шея;

λεπτή μέση — тонкая талия;

λεπτά δάκτυλα — тонкие пальцы;

λεπτό το σώμα — тонкое, стройное тело;

λεπτό στρώμα — тонкий слой;

λεπτή ζάχαρη — мелкий сахар;

2) перен. тонкий, изысканный, утончённый; изощрённый;

λεπτа χαρακτηριστικά — тонкие черты (лица);

λεπτή μυρωδιά — тонкий запах;

λεπτό άρωμα — тонкий аромат;

λεπτή γεύση — нежный (на) вкус (о продукте);

λεπτή όσφρηση — тонкое обоняние;

λεπτο γούστο — хороший, тонкий вкус;

λεπτ υπαινιγμός — тонкий намёк;

λεπτή ειρωνεία — тонкая насмешка;

λεπτό χιούμορ (πνεύμα) — тонкий юмор (ум);

λεπτή δουλειά — тонкая работа;

λεπτό πράγμα — изящная вещь;

λεπτές διαφορές — тонкие различия;

3) нежный, хрупкий, слабый;

λεπτόν άνθος — нежный цветок;

λεπτό ποτήρι — хрупкий стакан;

λεπτο παιδί — хрупкий, слабый ребёнок;

λεπτο στομάχι — нежный желудок;

4) тонкий, нежный; сладкозвучный;

λεπτή φωνή — тонкий или нежный голос;

5) тактичный, деликатный;

λεπτός ανθρωπος — деликатный человек;

άνθρωπος λεπτός στούς τρόπους — человек с тонкими манерами;

6) тощий, неплодородный (о земле);

§ λεπτό ζήτημα — деликатный вопрос;

λεπτόν έντερον анат. — тонкая кишка


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Полезное


Смотреть что такое "λεπτός" в других словарях:

  • λεπτός — peeled masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτός — ή, ό (AM λεπτός, ή, όν) 1. αυτός που δεν έχει πάχος ή όγκο, φτενός, αραιός στη σύσταση, σε αντιδιαστολή με τον παχύ (α. «λεπτό ύφασμα» β. «λεπτόν τε πέπλον», Ευρ.) 2. αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος (α. «μετά τη δίαιτα έγινε πολύ λεπτός» β. «ψῡχος… …   Dictionary of Greek

  • λεπτός — ή, ό 1. ψιλός: Η ζακέτα σου είναι λεπτή και θα κρυώσεις. 2. αυτός που δεν είναι παχύς, ο αδύνατος: Είναι ψηλή και λεπτή. 3. εύθραυστος: Η ισορροπία ήταν λεπτή. 4. μτφ., ευγενικός, έξυπνος: Έχει λεπτή αίσθηση του χιούμορ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λεπτότερον — λεπτός peeled adverbial comp λεπτός peeled masc acc comp sg λεπτός peeled neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτοτάτων — λεπτός peeled fem gen superl pl λεπτός peeled masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτοτέραις — λεπτός peeled fem dat comp pl λεπτοτέρᾱͅς , λεπτός peeled fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτοτέρων — λεπτός peeled fem gen comp pl λεπτός peeled masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτοτέρως — λεπτός peeled adverbial comp λεπτός peeled masc acc comp pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτότατα — λεπτός peeled adverbial superl λεπτός peeled neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτότατον — λεπτός peeled masc acc superl sg λεπτός peeled neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίνα, οπτική — Λεπτός εύκαμπτος σωλήνας από διαφανές υλικό (π.χ. άμορφο χαλαζία), με τον οποίο είναι δυνατόν να μεταδώσουμε, με πολύ μικρή απόσβεση και σε συνήθως περίπλοκες διαδρομές, πληροφορίες σε αποστάσεις πολλών χιλιομέτρων. Η ο.ί. έχει την εξής δομή:… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»